- ἀκρωτηριώδης
- ἀκρωτηριώδης, ες,A like an ἀκρωτήριον, Sch.rec.A.Pr.726.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκρωτηριώδης — like an masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκρωτηριώδης like an masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀκρωτηριώδης like an masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηριώδης — ἀκρωτηριώδης, ες (Μ) [ἀκρωτήριον] ο όμοιος με ακρωτήριο … Dictionary of Greek
ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι … Dictionary of Greek